- διδασκαλικῆς
- διδασκαλικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… … Dictionary of Greek
Κουτσουλέλος, Δημήτριος — (Ασβέστης Φθιώτιδας 1923 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Λαμίας και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπηρέτησε ως δάσκαλος, διευθυντής δημοτικών σχολείων, επιθεωρητής, νομαρχιακός επιθεωρητής και… … Dictionary of Greek